ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΟ ΙΔΡΥΜΑ
Είστε όλοι νεκροί. Σκύβουνε από πάνω σας οι στοιχισμένοι τόμοι .
Οι κούπες ράγισαν βαδίζει ο νεκρός επάνω
στην παράδοση μ' ένα σακί εμφύλιο και δυο καρβέλια τέχνη. Τα τρένα μεταφέρουν
τα κουφάρια σας βδομάδα τη βδομάδα πέρα δώθε φωτισμένες νεκροφόρες τα τρένα σας
φέρνουν και σας παίρνουν μόνους. Τ' ακούω να τρέχουν στις αναπαιστικές τους
ράγες σιγαλά σιγαλά παστρικά παστρικά τρομερά τρομερά. Σοβάδες πέφτουν στην
κάθε σας ανάγνωση και φτερουγίζουν στο δωμάτιο σαν γλάροι εσείς τυφλοί ακούτε
μόνο το ρολόι να μετρά ιαμβικά αργά αργά σωστά σωστά σφιχτά
σφιχτά το κάθε δευτερόλεπτο που σβήνει μες στους στίχους σας . Δε θα πεθάνω
μαζί σας. Η μήπως πέθανα προτού πεθάνετε; Είμαι ο παράφωνος τροχαίος στο
δωμάτιο κράζω μέσα απ' το κουτί μου άκρα άκρα τάχα τάχα νίκη νίκη αχ δεν ακούτε
άνοιξα πόρτες γυάλινες να μπουν παιδιά χορεύοντας στα δάχτυλα πιάσε με νιώσε με
σβήσε με να κλέψουν τις καρέκλες σας να μείνετε γυμνοί. Εσάς λέω. Αναστηθείτε.
Κρύβομαι πίσω από τους καθρέφτες
σας·
τα
γυαλιά καρφώνουν στα δάχτυλά μου.
Φυλάω τη μελαγχολία μου και λίγο
αίμα
στο κουτί-γεμάτο γράμματα και
φθόγγους.
Το ανοίγω και φεύγουν μακριά
χελιδόνια.
Εδώ μέσα είναι υγρά, έρημα και
σκοτεινά.
Μόνο η σιωπή έχει μέτρο –καθώς το
ρολόι
συλλαβίζει αριθμούς και ζυγίζει
την ιστορία.
Νοιώθω ένας εκ κατασκευής απεναντίας | κι αφού στην υλακή ακούγεται
η φύλαξη μα και η φυλακή | μαζί σας θα ‘μαι επιθετικός | σε τούτο το νεκρότοπο
αμαρτοφάγοι γέρνουμε στις θέσεις | ατελέσφοροι εωσφόροι | το βλέμμα μας ποτέ
του δεν πηδάει την ροδόφυτη κυπαρισοφραγή | το κάθε ποίημα λανθάνων λόγος
υποθετικός | για έναν κόσμο προσδοκώμενο παραλληλυπαρξίας κι απαραλυσίας | οπού
το πρόσβραδό μας δεν περνάει ισκιοπελεκώντας | και τα ρολόγια δε θα κλέβουνε
στο ζύγι | έχω βαρεθεί να προφητεύω το αυριανό μου χθες | εδώ δεν έχουμε στον
ήλιο πείρα | κι είναι πειρασμός να σας καθησυχάσω πως δεν είμαστε της φύσης
φύρα | φαίνεται εντούτοις η ασυνταξία | ας πω απλώς πως όταν για εσάς μιλάω
περιττολογώ | άνθρωποι δεν είστε; | αναστηθείτε θα πει ξαναστηθείτε | στο
πρόγραμμα είν’ τούτο το γαμήσι | με απελπίζει να κυοφορώ την Κυριακή από το
Σάββατο | και τον Ιανουάριο απ’ το Δεκέμβρη | να μου διαβάζεται ο θάνατος από
τον μαιευτήρα
Εεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε!
Πολύ βαθιά βουτήξαμε ρε μάγκες μες στη σκόνη
Και θα πνιγούμε από τα φλέγματα
Μες στους ανθρώπους άνθρωπος
Σηκώθηκα στα δύο και σκέφτομαι στα τέσσερα
Κάπου κάπου σαν έμβρυο τυλίγομαι στο πλάι
Και μόνο άναρθρα ουά το στόμα μου φωνάζει
Ας είναι
Θα μεγαλώσω κάποτε και τότε αλλοίμονό μας
Λευτεριά θ’ αλυχτάω
Κι ούτε τικ τακ
Ούτε φεγγάρια
Ούτε κυπαρισσόξυλα.
«Τι θες;» φωνάζει το αύριο κι εμείς κοιτάμε γλάρους!
Χ.α.ς.ς --
οι
κανίβαλοι
έριξαν κλήρο.
Κρυώνω –
Το χτες δυσκολοχώνευτο
Και
Θα τη γλυτώσει.
Εγώ για σενα.. Oh your
daddy is rich
εσύ για μενα.. and your Ma is good looking
καθώς το τίποτα φιλάει τον κανένα -
Summertime... --
Είπε
Κι απο την αιωνιότητα
Έφυγε
μια μερα
πριν
Αυτή τη θάλασσα γλάρος δε τη
σιμώνει.
Με ακινησία ανέχεται λευκή
τα μεταχειρισμένα στόματα να
καθρεφτίζουν
πάνω της τροχαϊκούς ιάμβους.
Μέτρο έχει μόνον η σιωπή
μα σε τούτη τη θάλασσα δε
βρίσκεται πυθμένας.
Όλο βαθαίνει όσο λιώνει
τους στίχους ο χρόνος.
Όλο βαθαίνει όσο δε λιώνουν
όσο με πλατίνα και χρυσό
στολίζεται η ευσεβής απάτη.
Πικρά γελά του ποιητή η προτομή.
Ώσπου κοιτάζει στην αυλή του
πως στοιβάζουμε του αναστεναγμού
τις συλλαβές και στο θυσιαστήριο
αποθέτουμε το αίμα καθαρό.
Μυρίζει μαύρα νιάτα εδώ
δύναμη σκορπισμένη.
Πολεμούν ασύντακτα οι λέξεις
στρεβλώνοντας το φως
το φως που δεν αγγίζουμε
σαν να 'ναι η μέγιστη ντροπή.
Μα ασφαλώς τον θάνατο
δεν αλλοιώνει καμιά ασυνταξία.
Δεν θυμάμαι αν ήταν ίαμβος ή τροχαίος
Θυμάμαι ότι πονούσα
Στη θάλασσα
Έπρεπε να την μοιράσουμε στα μάτια μας
διά δύο
και να φτάσει για όλους
Δεν θυμάμαι τον ρυθμό
Θυμάμαι ότι δεν κουνιόμουν
Στη θάλασσα που μοιράσαμε λάθως
Ο ήλιος λείπει τις Κυριακές
Γιατί προτιμάει πραγματικά νερά
Αλλά εμείς κολυμπάμε σε αυτά
που άφησαν
ή έμειναν
Και περπατάμε πάνω τους
Για να βρούμε άλλα δικά μας
Να χτίσουμε Τη θάλασσα
Με τοίχους δικούς μας
Η θάλασσα δεν θα μοιραστεί με τους έξω
Θα είναι μόνο δική μας
Δεν πονάει το νερό
Νερό σε κομμάτια
όσα και τα μάτια μας διά δύο
Ο
ποιητής
Ένας
εντός εμφύλιος
Νυγματίζω
Βγάλε
τις παρενθέσεις
Τις
αγκύλες
Τις
τελείες
Πέταξε
τα σημεία στίξης
Γυμνές
οι
λέξεις ξέρουνε
πώς να
φερθούνε
Γεννηθήκαμε
τυφλοί με ματιά ολόλευκα
Χάρτινα
μέλη και νύχια λαστιχένια
Δεν ήταν
βέβαια αυτός ο λόγος που δεν παίζαμε μουσικές καρέκλες
Αυτές
πάντοτε περίσσευαν, όχι σαν τις λέξεις τις τυπωμένες
Αυτές
δεν έφταναν ποτέ
Αυτές
που ξεστομίζαμε
Γυαλιστερές
σαν σκουλαρίκια στη γλώσσα μας
Τα
ξεκουμπώναμε για να στολίσουμε τα κλώστινα μαλλιά μας
Ιθαγενείς
των αντανακλάσεων
Σπάμε
τις λέξεις για να φάμε.
Κυριακή.
Κρύα σαν
δέρμα.
Το λοξό
σπίτι σαλεύει.
Συρρικνώνεται
κατά μια στροφή.
Αλληλέγγυο
στη δυσαναλογία μας.
Εκτός
κλίμακας
είμαστε
ε λ ε ύ θ ε ρ ο ι.
Ακούγεται ένας χτύπος.
«Κάποιος
ν' ανοίξει παρακαλώ».
Να μπει η θάλασσα.
Η ελευθερία που ονομάζετε δε με
αφορά,
από την εφηβεία διαφωνούσα.
Αν ήταν μέρα θα ήταν αλλιώς,
δε θα ξυπνούσα μες το αίμα,
ούτε με λερωμένες πέτρες μες
στις χούφτες μου.
Κάναμε τη βόλτα μας
τη μέρα ψάχναμε για ποιητές,
τώρα ξανά νεκροί
Ας πέσουν όλες οι ελπίδες στο
βυθό.
Καλύτερα έτσι.
Τις αργίες φοβάμαι.
Αγνοώ αν στην τύχη
μητέρα κάθε συμφοράς
τις ονομάσαν.
Κι έτσι την Κυριακή
συνήθως βρέχει.
Κι εγώ τις τρύπες κάνω να καλύψω
μη σκοντάψω και πέσω
βαθιά στη χώρα των θαυμάτων.
Εκεί που τις διαστάσεις χάνω,
που οι συσχετίσεις ανατρέπονται
κι οι νάνοι γιγαντώνονται
κι οι ψίθυροι κραυγάζουν.
Εκεί παραπατώ τυχαία δήθεν
απόγευμα της Κυριακής.
Τη συμφορά και το θαύμα ξεσκεπάζω.
Με λέξεις ξεγυμνώνω.
Λέξεις δικές μου
και λέξεις άλλων,
δικές μου τις κάνω.
Και καθηρμένη ξεκινώ την επομένη
τη σκόνη μου να ντύνομαι,
μέχρι που Κυριακή
ξανά να ξημερώσει.
Κυριακή ξανά ξημέρωσε
Μια νέα βιωματική διαδρομή στο
χώρο σας
από τους πακτωμένους σε έναν
χώρο υπό περισυλλογή
το θέατρο εδώ από τα καλύτερα
συνομιλεί με τον Σολωμό τον Καβάφη το μοιρολόι το βίωμα και με όπλο το όπλο
των όπου οι καλύτεροι ποιητές γρασάρουν τα δόντια τους
όπου οι καλύτεροι ποιητές κρύβουν στίχους στο μανίκι τους όπου
πρώτη ύλη όλα όσα τους βαραίνουν
και θέλουν να αφήσουνε
Κάθε Κυριακή Για 50 μόνο παραστάσεις
Ώρα έναρξης 17:00 Τηλέφωνο κρατήσεων: 2102583416
Είσοδος: μόνο για ποιητές
Περιορισμένος αριθμός δακρύων
ανά παράσταση
|
Δε θέλω να συνεχίσω άλλο αυτό το ποίημα
έκλεισε η κερκοπόρτα
έχασα τα κλειδιά
ούτε από την κλειδαρότρυπα
μπορώ να δω κανέναν εξαδάχτυλο
μαρμαρωμένο βασιλιά εκεί μέσα
σύντροφο τρελό κι αλλοπαρμένο
να τον κάνω να πάμε να πάρουμε την πόλη
στην τούρλα του Σαββάτου που η ψύχωση
στα WC των μόνων καλπάζει
ποτέ πια για καμία παναγία δε θα κάνω
την ακάθιστη σαρανταποδαρούσα
παρατρεχάμενος κανενός
μπροστάρη μελωδού δε θα γίνω
να παρελάσουμε μαζί για τον ακτιβισμό
και να γιορτάσουμε την έβδομη μέρα
της δημιουργίας
αισίως με απέκλεισα
από όλες αυτές τις χομπίστικες,
ενεργοπαθητικές διαδικασίες
πάσχω από φίμωση στον πούτσο
τα γράφω όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι
θα ήθελα ‘να ναι των Βαΐων του ουρανού
μόνο για να ξημερώνει μεγάλη Δευτέρα
και να ακούω ακόμα τα ευλογημένος ο ερχόμενος
και γαμώτο δε θα θελα ξέφρενος σα πουτάνα
να περιμένετε να τελειώσω
στις 31.12.2015 ακριβώς
δεν είμαι οικοδεσπότης σας
στο ρεβεγιόν
είμαι ο τελευταίος τροχός
της κολοκύθας αμάξης
Αλλόκοτο παιδί
γυναικωτός
με κροκάτο χιτώνα
ντυμένος φιγουρίνι
έθαψα στη ρίζα της καρυδιάς
όλο το περιβολάκι του πατέρα
-
την
κάμπια
-
το
μανιτάρι
-
την
κουφάλα
κατάπια λαίμαργα τόσο σπέρμα
κουράστηκα βοηθάτε
να ξαπλώσω εδώ
σ’ αυτού του παππού την προτομή
μονάχα εδώ γράφει ένα όνομά
σκέτο, ολόκληρο
κι ήρθε η ώρα να μπω μέσα
στη φάλαινα
στη μεγάλη σπηλιά
στο αιώνιο κελί
για να περάσω μια ακόμα
συννεφιασμένη Κυριακή
στο ευαγές ίδρυμά του.
Χρήστος Μαρτίνης, Σωτηρία Κρητικοπούλου, Δημήτρης Μαύρος, Μαρουσώ Αθανασίου, Τόνια Μαγκανιώτη, Γρηγόρης Παγανίτσας, Ήλια Μπούρα, Κατερίνα Καπουλέα, Χριστίνα Παπαντωνίου, Δανάη Μαργαρώνη, Φραντζέσκα Άβερμπαχ, Ηλέκτρα Λαζάρ, Αντώνης Γκρίτσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου