Ποιοι είμαστε;

Το 2014, συναντηθήκαμε στο Ποιητικό Εργαστήρι του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος. Ένα χρόνο μετά, δημιουργήσαμε την ομάδα ποίησης «Σκάσε αηδόνι»[1] από τη βαθιά ανάγκη μας για ελευθερία έκφρασης, καλλιτεχνική ζύμωση και λόγο-παίγνια. Μέσα από ποιητικά παιχνίδια, καταφέρνουμε μια ουσιαστική επικοινωνία υπερβαίνοντας τις διαφορές και τη διαφορετικότητά μας.

[1] στίχος του Ν. Καρούζου


Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Δημήτρης Μαύρος


Día de Muertos

Στίχο το στίχο παρωδία της 1ης ενοτ. της Ρημαγμένης Γης.

Στις τέσσερις ήμουνα αμήχανος, έχοντας
Περάσει ένα μέρος της ημέρας, θέλοντας
Να προγραμματίσω το υπόλοιπό μου, γέρνοντας
Στην απομόνωση.
Το βράδυ με διέψευσε, θυμίζοντας
Ότι η κόλαση θέλει παρέα, μυρίζοντας
Περατότητα.
Το μεσημέρι μ’ είχε αιφνιδιάσει ερχόμενο στο όνειρο,
Απολήγοντας σε ερωτοχυσία· ξύπνησα ανάλαφρος
Και συνέχισα με βόλτα στη λιακάδα, μπαίνοντας για λίγο στο μποστάνι,
Κι ήπια ‘να τσάι, και μου μίλησε καμιάν ώρα.
Είναι μεξικανή, και δεν πολύ-καταλάβαινα, μα έχει ωραία μάτια.
Γέρος πια, στο ίδρυμα,
Με την αποκλειστική, θυμάμαι τη μόνη κρίση που ‘παθα,
Κανονικό αμόκ. Και μου ΄λεγαν, Δημήτρη,
Δημήτρη, έλα, ηρέμησε τώρα, όλα καλά. Και μου ‘ριξαν μιαν ένεση.
Στη νάρκη, εκεί αισθάνεσαι νεκρός.
Κοιμόμουνα σχεδόν όλη την ώρα, και το βράδυ αναπολούσα μεσημέρια.

Ποιες είναι οι στιγμές που αγκιστρώνονται, ποια γεγονότα ανθούν
Μέσα στη νεκρή φύση της μνήμης; Γιε μου,
Μπορείς να μου πεις ή να μαντέψεις, αφού εσύ μόνο γνωρίζεις,
Τι σου ήμουνα, όσο πατούσα στο αχνάρι του φωτός,
Όσο δεχόμουν τη βροχή του χρόνου, τι σου ήμουνα,
Όσο ήμουνα; Μόνο
Μια λάμψη στα χρονόδαρτά μου μάτια,
(για σένα κυλάει η λάμψη)
Και είναι διαφορετική
Από το δάκρυ του μωρού, για ν’ αναπνεύσει
Ή το δάκρυ του γερόντιου, επειδή ξεψυχά·
Είναι που είμαστε μαζί μα μόνοι.
            Τ’ αγέρι πλέον με φυσά
            Προς την πρωταρχική πατρίδα.
            Παιδί μου είναι ώρα πια
            Για ένα τέρμα στην παρτίδα.
Θυμάμαι που με έβγαλες για το παράνομο τσιγάρο μας
Πριν κάνα χρόνο χθες. Το μύρισαν και μου απαγόρεψαν τις εξόδους.
Και όταν σ’ υποδέχθηκα μπροστά απ’το μποστάνι
Τις προάλλες αύριο, μ’ αγκάλιασες μα ήμουνα απ’ την ένεση,
Εδώ είναι νεκρός ο συλλογικός μας χρόνος, και δεν ανταποκρίθηκα,
Δε σε κατάλαβα, και έφυγες θλιμμένος.
Ατένισα την καρδιά του θανάτου, τη μονομέρεια.
Έρημα κι άδεια τα μάτια μου.

Ο κυρ-Δημήτρης άσημος ποιητάρης,
Έφυγε μ’ ένα γέρο-πυρετό, παρ’ όλα αυτά
Όλες οι νοσοκόμες ξέρουμε πως ήτανε ο πιο βολικός της Πτέρυγας,
Με μια δαιμόνια ηρεμία. Να, μας είπε πριν πεθάνει,
Την Τρικυμία διάβαζα και θα ‘θελα κι εγώ
Πέρλες αντί για μάτια. (Τα μάτια σκουριάζουν. Κοιτάχτε!)
Ναι, ωραίοι τύποι οι μεξικανοί
Που θυμούνται με εορτασμό τους παρελθόντες κόσμους.
Ακούω ένα αμάξι, λέτε να ‘ρθε κιόλας ο Ερμής, τι αναποδιά.
Καλός επιχειρηματίας ο θάνατος, και πτυχιούχος
Μαιευτήρας, σπουδαγμένος στην ανυπαρξία,
Ας αλωθεί το φως μου. Δε βρήκατε
Το γιο μου; Τι θα κάνει σα φύγω;
Βλέπω πλήθη ανθρώπων, στο πηγαινέλα της κηδείας.
Για καλό καφέ πηγαίντε με στο 1ο. Αν δείτε την αγαπητή σενιόρα Ρόζα,
Πριν από μένα, πείτε της να μιλήσει με το παιδί.
Πρέπει κανείς να είναι σίγουρος, αφού το σήμερα δεν είναι.

Ανυπόστατος πια,
Βρέθηκε κατ’ απ’το χώμα γύρω στην ώρα που ‘πρεπε,
Κι η πύλη του Ζωγράφου ρυτιδώνει το διαβάτη, τόσο πολύ
Ποιος να το ‘χε φανταστεί ότι ο θάνατος μπορεί τόσο να ξεκάνει.
Το μάρμαρο ξέρει να παίρνει λίγο κι απ’ τους ζωντανούς
Να τους αφήνει σκυφτούς κι ασθμαίνοντες να φεύγουν,
Γυρνώντας απ’ τον Άδη,
Στα σπίτια τους σε κάποια γειτονιά ζωής.
Κι ο γιος προσωρινά αθάνατος νεκρός
Είδε έναν που ‘ξερε· και τον σταμάτησε με μια φωνή: «Κίμωνα!
»Εσύ που τον έχασες φυλακισμένο!
»Του πας ακόμα νεκρολούλουδα;
»Τα χρέη τα ‘ξόφλησες; Θα τα ‘ξοφλήσεις;
»Ή μήπως το επιτόκιο του θανάτου είναι αλύτρωτο;
»Ω κράτα τον Άργο μακριά, γιατί γνωρίζει από μεταμφιέσεις
»Και κάθε τρεις και λίγο τον πόνο θα ξεθάβει!
»Εσύ! Υποκριτή αναγνώστη - όμοιέ μου, - αδελφέ μου!




Παρατηρήσεις:
1.      Dia de Muertos: Η μέρα των νεκρών, η οποία γιορτάζεται κυρίως στο Μεξικό από τις 31 Οκτωβρίου έως και τις 2 Νοεμβρίου.
2.      Κίμωνας: γιος του Μιλτιάδη.
3.      Άργος: α. Ο σκύλος του Οδυσσέα, β. Στην ελληνική μυθολογία ο Άργος ο Πανόπτης ήταν τερατόμορφος γίγαντας γνωστός ως πανόπτης ή μυριωπός γιατί είχε εκατό μάτια διάσπαρτα σε όλο του το σώμα


4.      «Υποκριτή … Αδελφέ μου!»: Όπως και στο κείμενο του Έλιοτ, είναι παρμένο από τον πρόλογο του Μπωντλαίρ για τα Άνθη του Κακού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου