Ι. Άτερπνος
Σε βλέπω
βαριεστημένα
να προχωράς
στα δημόσια
ουρλιαχτήρια.
Κι η φράντζα,
όσο και να τη
φυσάς,
πέφτει πάντα
-ηρωικά-
στο μέτωπο.
Η αγρύπνια
[σου]
τυλίγει
το στομάχι.
Τόσο στιλπνή
κι άυλη
συνάμα
που λες
να το δαγκώσει
το μήλο
ή στο λαιμό
θα [του] κάτσει.
Εντούτοις,
όσο ακούγονται
ακόμη
κάτι άσπρα
ιπτάμενα
γρανάζια,
δεν [σε] φοβάμαι.
Θα ζήσουμε.
Θα γεράσουμε.
Θα καμαρώνουμε
τις γάτες μας.
Για τα λοιπά,
ας γράψουν
άλλοι.
ΙΙ. Ρυθμικά
Ακουμπάω ένα κόκκινο
κοχύλι, πάνω στα χείλη.
Να φυσήξω μέσα,
όλους
τους στίχους σου.
Απ’ την άλλη του άκρη,
ξεπετιούνται σταγόνες
να τρυπήσουν τη λίμνη.
Μέσα τους,
κάτι ξύλινα παιδιά,
παίζουν
αδιάκοπα.
Τρέχουν.
Πέφτουν.
Σηκώνονται.
Τρέχουν.
Πέφτουν.
Σηκώνονται.
Τρέχουν.
Πέφτουν.
Σηκώνονται.
Πάνω στις εκδορές τους,
φυτρώνουν
πολύχρωμα κοχύλια.
Τα τραβάνε χωρίς δισταγμό
και τα ρίχνουν μέσα
στη λίμνη
μουρμουρίζοντας μ’ έναν
ανοίκειο ρυθμό:
Τρέχω
Πέφτω
Σηκώνομαι
Αγαπώ
Τρέχω
Πέφτω
Σηκώνομαι
Αγαπώ
Τρέχω
Πέφτω
Σηκώνομαι
Αγαπώ
Θα έρθω μια μέρα,
να τα πούμε
από κοντά.
Κι όλες οι λέξεις,
θα είναι μία απόσταση
βαθιά.
Γιατί πολύ θα έχουμε
αγαπήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου