ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ [ΩΧΡΟΣ]*
«Τὸν ἐξετάσετε; εὑρήκατε τὸν θησαυρόν του.»
«Τὸν ἐξετάσαμεν, μὰ τίποτε δεν εἴδαμεν.»
«Τί σᾶς εἶπεν ὁ πονηρὸς γέρων;»
W.S. Sheridan, Το Παλληκάριον
Κι ενώ μαχαίρι τρύπαγε το μάτι ασθενούσε
Κι όταν τ’ ομολογήσαμε περίπατος αθλίων
Είτε που φτιάχναμε εχθρούς είτε
οι υπεκφυγές μας
Ενώ σωπαίναμε μπροστά δεν ήταν η σειρά μας
Τον βλέπαμε που έτρεμε
τον βλέπαμε γελώντας
Του κόψαμε τα χέρια του
είτε με μία λάμα
Του κόψαμε τα πόδια του
δεν ήταν για να μείνει
Του φάγαμε τη γλώσσα του περαστικός σαν ήταν
Του πήραμε τα μάτια του συνγκεντρωθείτε όλοι
Χωρίσαμε τους σπόνδυλους η βραδινή μας τέχνη
Τα δυο ανώνυμα οστά τα δυο τις ίδιες λέξεις
Το στόμα ξεριζώσαμε στη σύστοιχη γωνία
Με τούτη την ενέργεια έμεινε πάντα ξένος
Και γενικά οι πνεύμονες έχασκαν μέσα κι έξω
Κάθε νεφρός στο χέρι μου κάνοντας πως δε βλέπω
Η μυελώδης μοίρα του κι όλη μου η θυελλώδης
Αλλά το σώμα αρνιότανε κομματιασμένο όλο
Κομμένο το χειρόγραφο σε μια απλή τελεία
Σχεδόν δε μάτωσε ποτέ μοιάζει σα να κοιμάται
Σχεδόν δεν αναγνώρισα πώς ήρθε με μαχαίρι
Στις πρώτες κιόλας λέξεις μου και χτες και τις προάλλες
Τ’ όνειρο του πατέρα μου να πιάσω το μαχαίρι
Και κληρονόμησα τ’ όνειρο να’μαι με το μαχαίρι
Τ’ όνειρο του πατέρα μου νομίζω κάθε βράδυ
Άφησα το επώνυμο κι ας αντηχεί στα αυτιά
μου
Και ψεύδομαι και μαρτυρώ φονιάς ποτέ δεν ήμουν
Μόνη μου καταψεύδομαι μπροστά στον σφαγιασμένο
* Έγινε επεξεργασία με τη βοήθεια του Χ. Μαρτίνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου