Ted Hughes - Το Ουρλιαχτό των Λύκων
Δεν έχει τόπο.
Τι ξεθάβουν και τραβάνε με
τα μακριά λουριά του ήχου τους
Που σκορπίζονται στον
σιωπηρό άνεμο;
Έπειτα το κλάμα ενός μωρού, στο δάσος των λιμοκτόνων σιωπών,
Φέρνει τους λύκους τρέχοντας.
Το κούρδισμα ενός
βιολιού, στο δάσος το ευαίσθητο σαν το αυτί της γλαύκας,
Φέρνει τους λύκους τρέχοντας
– φέρνει τις ατσάλινες παγίδες που κλαγγάζουν και σαλιάζουν,
Το ατσάλι ντύθηκε τη
γούνα για να μην σπάσει στο κρύο,
Τα μάτια ποτέ δεν έμαθαν
πώς κατέληξαν
Να πρέπει να ζουν έτσι
Να πρέπει να ζουν
Η αθωότητα έρπει στα
μέταλλα.
Ο άνεμος σαρώνει κι ο λύκος
ριγά σκυφτός.
Ουρλιάζει από αγωνία ή
χαρά, ποιος ξέρει.
Η γη είναι κάτω απ’ τη
γλώσσα του,
Το νεκρό βάρος της σκοτεινιάς
προσπαθεί να δει μέσα απ’ τα μάτια του.
Ο λύκος ζει για τη γη.
Αλλά ο λύκος είναι
μικρός, καταλαβαίνει λίγα.
Πηγαίνει δώθε κείθε,
κυνηγάει την ουρά του και κλαψουρίζει φριχτά.
Πρέπει να ταΐσει τη
γούνα του.
Η νύχτα χιονίζει αστέρια
και η γη τριζοβολά.
(Μτφ. Μαρουσώ Αθανασίου)